οἰκοδομητική

οἰκοδομητική
οἰκοδομητικός
fitted for building
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οικοδομητικός — οἰκοδομητικός, ή, όν (Α) [οικοδομητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική (ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική …   Dictionary of Greek

  • Σιερπίνσκι, Βακλάβ Φραντσίσεκ — (Sierpin ski). Πολωνός μαθηματικός Βαρσοβία 1882 1969). Ιδρυτής της πολωνικής μαθηματικής σχολής, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων όλου του κόσμου, υπήρξε, μαζί με τον Καζημίρ Κουρατόφσκι, ένας από τους μεγαλύτερους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”